γεωπονία

γεωπονία
Επιστήμη που περιλαμβάνει όλες τις γνώσεις, θεωρητικές και πρακτικές, για τη συστηματική και αποτελεσματική καλλιέργεια της γης. Ασχολείται με τα προβλήματα της γεωργικής εκμετάλλευσης της γης ή της παραγωγής κτηνοτροφικών προϊόντων, βασιζόμενη στα πορίσματα της σύγχρονης γεωργικής έρευνας. Η γ. από άποψη γενικού συμφέροντος αποτελεί κλάδο της παραγωγής, από άποψη ιδιωτικού συμφέροντος εξετάζεται ως επιχείρηση. Αναπτύχθηκε σε ιδιαίτερο κλάδο μετά τις προόδους που σημειώθηκαν στον τομέα των φυσικών επιστημών και της βιολογίας κατά τον 19o αι.
* * *
η (AM γεωπονία) [γεωπόνος]
η καλλιέργεια τής γης, η γεωργία
νεοελλ.
η επιστήμη που περιλαμβάνει τις θεωρητικές και πρακτικές γνώσεις τις απαραίτητες για τη συστηματική και αποτελεσματική καλλιέργεια τής γης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γεωπονία — γεωπονίᾱ , γεωπονία tillage fem nom/voc/acc dual γεωπονίᾱ , γεωπονία tillage fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωπονίᾳ — γεωπονίᾱͅ , γεωπονία tillage fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωπονία — η επιστήμη που ασχολείται με την καλλιέργεια και αξιοποίηση της γης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γεωπονίας — γεωπονίᾱς , γεωπονία tillage fem acc pl γεωπονίᾱς , γεωπονία tillage fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωπονίαν — γεωπονίᾱν , γεωπονία tillage fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωπονίαις — γεωπονία tillage fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωπονίην — γεωπονία tillage fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωπονίης — γεωπονία tillage fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωπονίῃ — γεωπονία tillage fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγρονομία — Το σύστημα των νομοθετικών διατάξεων για την αστυνόμευση των αγρών· η εποπτεία και η διαχείριση γενικά των αγροτικών κτημάτων· επίσης, το αξίωμα του αγρονόμου ή του επόπτη των αγρών στην αρχαία Αθήνα. (Γεωργ.)Εφαρμοσμένη επιστήμη που ασχολείται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”